- φιλοτιμία
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος]μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριάνεοελλ.1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του»)2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος («εργάζεται με φιλοτιμία»)3. συνεκδ. αίσθημα ή εκδήλωση χαρακτηριστική φιλότιμου ανθρώπου4. φρ. «κάνω την ανάγκη φιλοτιμία» — παρουσιάζω κάτι που κάνω από ανάγκη ως οικειοθελή πράξημσν.1. τιμητική θέση, αξίωμα («οἱ μετασχόντες στρατείας ἢ ἀξίας ἢ συνηγορίας ἢ δημοσίας φιλοτιμίας», Φώτ.)2. διακριτικό σημάδι («εἰ μὴ ἐφόρει χλαμύδα ἔχουσαν φιλοτιμίαν βασιλικῆς ἐσθῆτος», Μαλάλ. Ι.)αρχ.1. (με θετ. και αρνητική σημ.) φιλοδοξία («οὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων, οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ῥώμη, ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.)2. συνεκδ. αντικείμενο φιλοδοξίας («οὐ τετυχηκότα τῆς φιλοτιμίας», Κύριλλ.)3. καθετί που γίνεται για την απόδοση τιμής4. (κατ' επέκτ.) τιμητική διάκριση5. άμιλλα6. επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη7. επίδειξη («φιλοτιμία πλούτου», Λυσ.)8. φιλονικία9. ασωτία, σπατάλη («μηδεμιᾱς φιλοτιμίας μήτ' ἰδίας μήτε δημοσίας ἀπολείπεσθαι», Δημοσθ.)10. (σε λογοπαίγνιο) η διαγωγή, η συμπεριφορά κάποιου που ονομαζόταν Φιλότιμος11. στον πληθ. αἱ φιλοτιμίαια) ζηλοτυπίες, αντιζηλίεςβ) φατριαστικά αισθήματα12. φρ. «φιλοτιμία πρὸς τινα» — φιλόδοξη άμιλλα προς κάποιον» (Ισοκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.